- συμπεθερικός
- ιά, ο [ή, όν ] 1. сватовской;2. (τα) см. συμπεθεριό 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπεθερικός — ή, ό, θηλ. και ιά, Ν [συμπέθερος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους συμπεθέρους 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα συμπεθερικά οι εξ αγχιστείας συγγενείς … Dictionary of Greek
συμπεθερικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στους συμπέθερους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπεθεριακός — ιά, ό, Ν [συμπεθεριά] συμπεθερικός … Dictionary of Greek